σφίγξ
Смотреть что такое "σφίγξ" в других словарях:
Σφίγξ — rapacious fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφίγξ — rapacious fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφίγξ — Ελληνικό εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό με έδρα το Κάιρο. Ιδρύθηκε το 1903 με διευθυντή τον Κ. Ρωμάνο. Μετά τον θάνατό του (1957) η έκδοση συνεχίστηκε ως το 1962. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε και έμμετρο εβδομαδιαίο σατιρικό έντυπο στην… … Dictionary of Greek
Сфинкс — (Σφίγξ) в греческой мифологии демон душитель в образе полуженщины, полульва; олицетворение неизбежной судьбы и нечеловеческой муки. Название С. греческого происхождения (от гл. σφίγγω душить), но представление заимствовано, вероятно, у египтян… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Σφιγγοῖν — Σφίγξ rapacious fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγγοῖν — Σφίγξ rapacious fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφιγγί — Σφίγξ rapacious fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγγί — Σφίγξ rapacious fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφιγγῶν — Σφίγξ rapacious fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγγῶν — Σφίγξ rapacious fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφιγγός — Σφίγξ rapacious fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)